- ἀκροστόλια
- ἀκροστόλιονterminal ornamentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροκόρυμβος — ἀκροκόρυμβος, ον (Α) 1. (το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκροκόρυμβα) τα ακροστόλια* τών πλοίων 2. πληθ. αρσ. τα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κόρυμβος, «το ανώτατο σημείο, η κορυφή, το τέλος»] … Dictionary of Greek
παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ύδρας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ύδρας στεγάζεται από το 1996 σε ένα νεόδμητο και απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον κτίριο, το οποίο χτίστηκε στη θέση ενός παλιότερου, που στέγαζε μέχρι το 1972 μαζί με το μουσείο και το ιστορικό αρχείο του … Dictionary of Greek